αποδημια

αποδημια
    ἀποδημία
    ἀπο-δημία
    дор. ἀποδᾱμία ἥ пребывание или путешествие за границей, отсутствие, отъезд
    

(ἐξ οἴκου Her.; ἐξ πολεως Lys.; εἰς ἄλλας χώρας Plat.)

    ἐξ ἀποδημίας ἤκοντες Plut. — вернувшиеся из-за границы


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αποδημια" в других словарях:

  • ἀποδημία — ἀποδημίᾱ , ἀποδημία going fem nom/voc/acc dual ἀποδημίᾱ , ἀποδημία going fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀποδημίᾱ , ἀποδημίη fem nom/voc/acc dual (ionic) ἀποδημίᾱ , ἀποδημίη fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδημίᾳ — ἀποδημίαι , ἀποδημία going fem nom/voc pl ἀποδημίᾱͅ , ἀποδημία going fem dat sg (attic doric aeolic) ἀποδημίαι , ἀποδημίη fem nom/voc pl (ionic) ἀποδημίᾱͅ , ἀποδημίη fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποδημία — H μετανάστευση· η μετακίνηση από έναν τόπο σε έναν άλλο. (Θρησκ.) Α. ονομάζεται στη θρησκευτική ορολογία η ομαδική μετάβαση των πιστών για προσκύνημα σε τόπους που θεωρούνται ιεροί. Γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και αποτελεί κοινό έθιμο σε… …   Dictionary of Greek

  • αποδημία — η η αναχώρηση μακριά από την πατρίδα, διαμονή στο εξωτερικό: Μειώθηκε η αποδημία του αγροτικού πληθυσμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποδημίας — ἀποδημίᾱς , ἀποδημία going fem acc pl ἀποδημίᾱς , ἀποδημία going fem gen sg (attic doric aeolic) ἀποδημίᾱς , ἀποδημίη fem acc pl (ionic) ἀποδημίᾱς , ἀποδημίη fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδημίαι — ἀποδημία going fem nom/voc pl ἀποδημίᾱͅ , ἀποδημία going fem dat sg (attic doric aeolic) ἀποδημίη fem nom/voc pl (ionic) ἀποδημίᾱͅ , ἀποδημίη fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδημίαν — ἀποδημίᾱν , ἀποδημία going fem acc sg (attic doric aeolic) ἀποδημίᾱν , ἀποδημίη fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδημιῶν — ἀποδημία going fem gen pl ἀποδημίη fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδημίαις — ἀποδημία going fem dat pl ἀποδημίη fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδημίη — ἀποδημία going fem nom/voc sg (epic ionic) ἀποδημίη fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδημίην — ἀποδημία going fem acc sg (epic ionic) ἀποδημίη fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»